Το ανθρώπινο μάτι μπορεί φυσικά να αντιληφθεί εκατομμύρια χρώματα. Όμως δεν μπορούμε όλοι να αναγνωρίσουμε τα χρώματα αυτά με τον ίδιο τρόπο. Μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να διακρίνουν διαφορές σε χρώματα – η κατάσταση ονομάζεται αχρωματοψία – εξαιτίας ενός ελαττώματος ή μιας έλλειψης των κυττάρων στον αμφιβληστροειδή που είναι ευαίσθητα σε υψηλά επίπεδα φωτός: τα κωνία. Όμως η κατανομή και η πυκνότητα αυτών των κυττάρων επίσης ποικίλει μεταξύ των ανθρώπων με «κανονική όραση» οδηγώντας όλους μας να βιώνουμε το ίδιο χρώμα με ελαφρώς διαφορετικούς τρόπους.
Πέρα από την ατομική μας βιολογική κατάσταση, η αντίληψη του χρώματος είναι λιγότερο σχετική με το τι είναι αυτό που βλέπουμε πραγματικά εκεί έξω και περισσότερο σχετική με το πώς μεταφράζει ο εγκέφαλός μας τα χρώματα για να δημιουργήσει κάτι που έχει νόημα. Η αντίληψη του χρώματος κύρια συμβαίνει μέσα στα κεφάλια μας και έτσι είναι υποκειμενική – και επιρρεπής στην προσωπική εμπειρία. Πάρτε για παράδειγμα ανθρώπους με συναισθησία, οι οποίοι μπορούν να βιώνουν την αντίληψη του χρώματος με γράμματα και αριθμούς. Η συναισθησία συχνά περιγράφεται ως μια σύνδεση αισθήσεων – όπου ένα πρόσωπο μπορεί να δει ήχους ή να ακούσει χρώματα. Όμως τα χρώματα τα ακούνε επίσης διαφορετικά από περίπτωση σε περίπτωση.
Άλλο ένα παράδειγμα είναι η κλασσική ψευδαίσθηση της σκιασμένης σκακιέρας του Alderson. Εδώ, παρόλο που δυο σημειωμένα τετράγωνα είναι ακριβώς του ίδιου χρώματος οι εγκέφαλοί μας δεν τα αντιλαμβάνονται με αυτό τον τρόπο.
Ο πολιτισμός του χρώματος
Από τη μέρα που γεννηθήκαμε έχουμε μάθει να κατηγοριοποιούμε αντικείμενα, χρώματα, συναισθήματα και κατά κύριο λόγο οτιδήποτε έχει νόημα χρησιμοποιώντας τη γλώσσα. Και παρότι που τα μάτια μας μπορούν να αντιληφθούν χιλιάδες χρωμάτων, ο τρόπος που επικοινωνούμε σχετικά με το χρώμα – και ο τρόπος που χρησιμοποιούμε το χρώμα στην καθημερινή μας ζωή – σημαίνει ότι πρέπει να φτιάξουμε αυτή την τεράστια ποικιλία με κατηγορίες αναγνωρίσιμες και με νόημα. Ζωγράφοι και ειδικοί της μόδας, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν χρωματική ορολογία για να αναφερθούν σε και να διακρίνουν τόνους και αποχρώσεις που για όλες τις προθέσεις και τους σκοπούς μπορούν όλες να περιγράφονται με έναν όρο από έναν μη ειδικό.
Διαφορετικές γλώσσες και πολιτιστικές ομάδες επίσης φτιάχνουν διαφορετικά το χρωματικό φάσμα. Κάποιες γλώσσες όπως η Dani, που μιλιέται στην Παπούα Νέα Γουϊνέα και της Bassa, που μιλιέται στη Λιβερία και τη Σιέρα Λεόνε, έχουν μόνο δυο όρους, σκούρο και φωτεινό. Το σκούρο μεταφράζεται χονδρικά ως ψυχρό σε αυτές τις γλώσσες και το φωτεινό ως θερμό. Έτσι χρώματα όπως μαύρο, μπλε και πράσινο σχολιάζονται ως ψυχρά χρώματα, ενώ φωτεινότερα χρώματα όπως άσπρο, κόκκινο, πορτοκαλί και κίτρινο σχολιάζονται ως θερμά χρώματα.
Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το χρώμα διαφορετικά
Οι Warlpiri, μια ομάδα ιθαγενών που ζουν στη Βόρεια περιοχή της Αυστραλίας, δεν έχουν όρο για τη λέξη «χρώμα». Για αυτούς και άλλες τέτοιες πολιτιστικές ομάδες, αυτό που θα αποκαλούσαμε «χρώμα» περιγράφεται με ένα πλούσιο λεξιλόγιο που αναφέρεται στην υφή, τη φυσική αίσθηση και τον λειτουργικό σκοπό.
Πέντε βασικά χρώματα
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι περισσότερες γλώσσες του κόσμου έχουν πέντε βασικούς χρωματικούς όρους. Πολιτισμοί τόσο διαφορετικοί όσο των Himba στις πεδιάδες της Ναμίμπια και των Berinmo στα πυκνά τροπικά δάση της Παπούα Νέα Γουινέα χρησιμοποιούν τέτοια συστήματα πέντε όρων. Εκτός από σκούρο, φωτεινό και κόκκινο, αυτές οι γλώσσες τυπικά έχουν έναν όρο για το κίτρινο και έναν όρο που υποδηλώνει τόσο το μπλε όσο και το πράσινο. Με άλλα λόγια, οι γλώσσες αυτές δεν έχουν ξεχωριστούς όρους για το «πράσινο» [green] και «μπλε» [blue], αλλά χρησιμοποιούν έναν όρο για να περιγράψουν και τα δυο χρώματα, κάτι σαν «grue» [ανάμεσα στις ονομασίες των δυο χρωμάτων].
Ιστορικά, οι Ουαλοί είχαν έναν όρο «grue», συγκεκριμένα *glas [βλέπε σημείωση egno.gr*], όπως ο Ιάπωνες και ο Κινέζοι. Στις μέρες μας, σε όλες αυτές τις γλώσσες, ο αρχικός grue όρος περιορίστηκε στο blue (μπλε) και χρησιμοποιείται ένας ξεχωριστός όρος για το πράσινο (green). Αυτό είτε αναπτύχθηκε μέσα από τη γλώσσα – όπως στην περίπτωση της Ιαπωνικής – ή μέσω λεκτικού δανεισμού, όπως στην περίπτωση της Ουαλικής. Στη Ρωσική, την Ελληνική, την Τουρκική και πολλές γλώσσες επίσης υπάρχουν δυο ξεχωριστοί όροι για το μπλε – ένας που αναφέρεται αποκλειστικά σε πιο σκούρες αποχρώσεις και ένας που αναφέρεται σε πιο φωτεινές αποχρώσεις.
Πέρα από την ατομική μας βιολογική κατάσταση, η αντίληψη του χρώματος είναι λιγότερο σχετική με το τι είναι αυτό που βλέπουμε πραγματικά εκεί έξω και περισσότερο σχετική με το πώς μεταφράζει ο εγκέφαλός μας τα χρώματα για να δημιουργήσει κάτι που έχει νόημα. Η αντίληψη του χρώματος κύρια συμβαίνει μέσα στα κεφάλια μας και έτσι είναι υποκειμενική – και επιρρεπής στην προσωπική εμπειρία. Πάρτε για παράδειγμα ανθρώπους με συναισθησία, οι οποίοι μπορούν να βιώνουν την αντίληψη του χρώματος με γράμματα και αριθμούς. Η συναισθησία συχνά περιγράφεται ως μια σύνδεση αισθήσεων – όπου ένα πρόσωπο μπορεί να δει ήχους ή να ακούσει χρώματα. Όμως τα χρώματα τα ακούνε επίσης διαφορετικά από περίπτωση σε περίπτωση.
Άλλο ένα παράδειγμα είναι η κλασσική ψευδαίσθηση της σκιασμένης σκακιέρας του Alderson. Εδώ, παρόλο που δυο σημειωμένα τετράγωνα είναι ακριβώς του ίδιου χρώματος οι εγκέφαλοί μας δεν τα αντιλαμβάνονται με αυτό τον τρόπο.
Ο πολιτισμός του χρώματος
Από τη μέρα που γεννηθήκαμε έχουμε μάθει να κατηγοριοποιούμε αντικείμενα, χρώματα, συναισθήματα και κατά κύριο λόγο οτιδήποτε έχει νόημα χρησιμοποιώντας τη γλώσσα. Και παρότι που τα μάτια μας μπορούν να αντιληφθούν χιλιάδες χρωμάτων, ο τρόπος που επικοινωνούμε σχετικά με το χρώμα – και ο τρόπος που χρησιμοποιούμε το χρώμα στην καθημερινή μας ζωή – σημαίνει ότι πρέπει να φτιάξουμε αυτή την τεράστια ποικιλία με κατηγορίες αναγνωρίσιμες και με νόημα. Ζωγράφοι και ειδικοί της μόδας, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν χρωματική ορολογία για να αναφερθούν σε και να διακρίνουν τόνους και αποχρώσεις που για όλες τις προθέσεις και τους σκοπούς μπορούν όλες να περιγράφονται με έναν όρο από έναν μη ειδικό.
Διαφορετικές γλώσσες και πολιτιστικές ομάδες επίσης φτιάχνουν διαφορετικά το χρωματικό φάσμα. Κάποιες γλώσσες όπως η Dani, που μιλιέται στην Παπούα Νέα Γουϊνέα και της Bassa, που μιλιέται στη Λιβερία και τη Σιέρα Λεόνε, έχουν μόνο δυο όρους, σκούρο και φωτεινό. Το σκούρο μεταφράζεται χονδρικά ως ψυχρό σε αυτές τις γλώσσες και το φωτεινό ως θερμό. Έτσι χρώματα όπως μαύρο, μπλε και πράσινο σχολιάζονται ως ψυχρά χρώματα, ενώ φωτεινότερα χρώματα όπως άσπρο, κόκκινο, πορτοκαλί και κίτρινο σχολιάζονται ως θερμά χρώματα.
Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το χρώμα διαφορετικά
Οι Warlpiri, μια ομάδα ιθαγενών που ζουν στη Βόρεια περιοχή της Αυστραλίας, δεν έχουν όρο για τη λέξη «χρώμα». Για αυτούς και άλλες τέτοιες πολιτιστικές ομάδες, αυτό που θα αποκαλούσαμε «χρώμα» περιγράφεται με ένα πλούσιο λεξιλόγιο που αναφέρεται στην υφή, τη φυσική αίσθηση και τον λειτουργικό σκοπό.
Πέντε βασικά χρώματα
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι περισσότερες γλώσσες του κόσμου έχουν πέντε βασικούς χρωματικούς όρους. Πολιτισμοί τόσο διαφορετικοί όσο των Himba στις πεδιάδες της Ναμίμπια και των Berinmo στα πυκνά τροπικά δάση της Παπούα Νέα Γουινέα χρησιμοποιούν τέτοια συστήματα πέντε όρων. Εκτός από σκούρο, φωτεινό και κόκκινο, αυτές οι γλώσσες τυπικά έχουν έναν όρο για το κίτρινο και έναν όρο που υποδηλώνει τόσο το μπλε όσο και το πράσινο. Με άλλα λόγια, οι γλώσσες αυτές δεν έχουν ξεχωριστούς όρους για το «πράσινο» [green] και «μπλε» [blue], αλλά χρησιμοποιούν έναν όρο για να περιγράψουν και τα δυο χρώματα, κάτι σαν «grue» [ανάμεσα στις ονομασίες των δυο χρωμάτων].
Ιστορικά, οι Ουαλοί είχαν έναν όρο «grue», συγκεκριμένα *glas [βλέπε σημείωση egno.gr*], όπως ο Ιάπωνες και ο Κινέζοι. Στις μέρες μας, σε όλες αυτές τις γλώσσες, ο αρχικός grue όρος περιορίστηκε στο blue (μπλε) και χρησιμοποιείται ένας ξεχωριστός όρος για το πράσινο (green). Αυτό είτε αναπτύχθηκε μέσα από τη γλώσσα – όπως στην περίπτωση της Ιαπωνικής – ή μέσω λεκτικού δανεισμού, όπως στην περίπτωση της Ουαλικής. Στη Ρωσική, την Ελληνική, την Τουρκική και πολλές γλώσσες επίσης υπάρχουν δυο ξεχωριστοί όροι για το μπλε – ένας που αναφέρεται αποκλειστικά σε πιο σκούρες αποχρώσεις και ένας που αναφέρεται σε πιο φωτεινές αποχρώσεις.
Γλώσσα και χρώμα
Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τα χρώματα μπορεί επίσης να αλλάζει κατά τη διάρκεια της ζωής. Οι Έλληνες ομιλητές οι οποίοι έχουν δυο βασικούς όρους για να περιγράψουν το ανοιχτό και το σκούρο μπλε – «γαλάζιο» και «μπλε» αντίστοιχα – είναι περισσότερο επιρρεπείς να δουν τα δυο χρώματα ως πιο όμοια μετά, αφού θα έχουν ζήσει για μακρύ χρονικό διάστημα στο Ηνωμένο Βασίλειο – όπου τα δυο αυτά χρώματα περιγράφονται στα Αγγλικά με τον ίδιο βασικό χρωματικό όρο: μπλε [blue]. Αυτό γίνεται επειδή μετά την μακρόχρονη καθημερινή έκθεση σε ένα Αγγλόφωνο περιβάλλον, ο εγκέφαλος των γηγενών Ελλήνων ομιλητών αρχίζει να μεταφράζει τα χρώματα «γαλάζιο» και «μπλε» ως μέρος της ίδιας χρωματικής κατηγορίας.
Όμως αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο με το χρώμα, στην πραγματικότητα διαφορετικές γλώσσες μπορούν να επηρεάσουν τις αντιλήψεις μας σε όλες τους τομείς της ζωής. Στο Πανεπιστήμιο του Lancaster οι ερευνητές ερευνούν πώς η χρήση διαφορετικών γλωσσών και η έκθεση σε αυτές αλλάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα καθημερινά αντικείμενα. Βασικά, αυτό συμβαίνει επειδή το να μαθαίνουμε μια νέα γλώσσα είναι σαν να δίνουμε στον εγκέφαλό μας την ικανότητα να ερμηνεύει τον κόσμο διαφορετικά – συμπεριλαμβανομένου και του τρόπου που βλέπουμε και διαχειριζόμαστε τα χρώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου